- εισκόμιση
- [-ις (-εως)] η μετ. см. εισκομιδή
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εισκόμιση — η εισκομιδή, εισαγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εισκόμισις μαρτυρείται από το 1875 στον Εμμ. Κόκκινο] … Dictionary of Greek
ORNAMENTUM Sacrum — in l. 4. Cod. de discuss. Ε᾿ὰν οὖν ἑυρὼν παρά τισι χρήματα δημόσια ὁ Λογοθέτης ἀνύσῃ αὐτὰ καὶ εἰς τὸ θεῖον ornamentum εἰσκομίσῃ: Sacrum est aerarium, seu, ut Recentiores vocârunt, Sacrae Largitiones; quae Erogationes quoque dictae, Cod. Theodos.… … Hofmann J. Lexicon universale